- πεποικιλμένον
- ποικίλλωwork in various coloursperf part mp masc acc sgποικίλλωwork in various coloursperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERLA — vulgare vocabulum, Latin. Margarita, item Unio. Matth. Paris et Matth. Westmonaster. A. c. 1255. Et er at quidam lapis pretiosus, qui vulgariter dicitur Perla. Iac. de Vitriaco Histor. Orient. l. 3. In auro et argento, perlis et pomis ambrae,… … Hofmann J. Lexicon universale
περιδευκής — ές, Α (κυρίως το ουδ.) περιδευκές (κατά τον Ησύχ.) «περισσῶς πεποικιλμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αδευκής] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
υποσπληνίζομαι — Α [ὑπόσπληνος] 1. επιθέτω έμπλαστρο ή επίδεσμο στα τραύματά μου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεσπληνιασμένον ὑποπιασμένον ἢ πεποικιλμένον» … Dictionary of Greek